- υδροχρωμάτισμα
- το, Ν[υδροχρωματίζω]ο υδροχρωματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροχρωμάτισμα — το, ατος υδροχρωματισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)